πολυβότειρα

πολυβότειρα
ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α
(για γη)
1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο- τού βόσκω), πρβλ. λαο-βότειρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυβότειρα — much fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) πουλυβότειρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυβότειρα — πολυβότειρα much fem nom/voc sg (epic) πουλυβότειρα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg (epic) πουλυβότειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βοτήρ — βοτήρ, ο (AM) (Μ θηλ. βότειρα, η) ο βοσκός αρχ. φρ. 1. «οἰωνῶν βοτήρ» οιωνοσκόπος 2. «κύων βοτήρ» ποιμενικός σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω. Το θηλ. βότειρα μαρτυρείται στον Ευστ. ως προσωνυμία της Δήμητρας, ενώ το βότειρα εμφανίζεται σε… …   Dictionary of Greek

  • πουλυβότειρα — ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. πολυβότειρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”